- ἀλκίβιος
- ἀλκίβιοςCretan buglossfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλκίβιος — ἀλκίβιος, η (Α) είδος τού φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα τού φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί * (< ἀλκὴ) + βίος] … Dictionary of Greek
ἀλκιβίοιο — ἀλκίβιος Cretan bugloss fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκιβίου — ἀλκίβιος Cretan bugloss fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλκίβιον — ἀλκίβιος Cretan bugloss fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
αλκι- — (Α ἀλκι ) α΄ συνθετικό λέξεων τής αρχαίας και τής νέας Ελληνικής με περιορισμένη χρήση, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσιαστικό ἀλκή, «ισχύς, δύναμη, ανδρεία».Παραδείγματα συνθέτων με α΄ συνθ. ἀλκι είναι τα εξής: αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων μσν … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek